συγκλειστός

συγκλειστός
-ή,-όν A 0-3-0-0-0=3 1 Kgs 7,15(28)(bis).36(50)
shut up 1 Kgs 7,36(50)
ἔργον συγκλειστόν rim 1 Kgs 7,15(28)
→LSJ Suppl

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγκλειστός — ή, όν, Α [συγκλείω] 1. ο κλεισμένος μαζί 2. αυτός που έχει τη δύναμη να περικλείει 3. φρ. «ἔργον συγκλειστόν» σύγκλεισμα* …   Dictionary of Greek

  • σύγκλειστος — ὁ, Μ [συγκλείω] ο αιχμάλωτος μαζί με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • συγκλειστά — συγκλειστός shut up neut nom/voc/acc pl συγκλειστά̱ , συγκλειστός shut up fem nom/voc/acc dual συγκλειστά̱ , συγκλειστός shut up fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”